top of page

Το λιοντάρι του Θεού - Χαρά Χρυσάφη

Ωχ ξημέρωσε! Πρέπει να σηκωθώ. Χτες δεν πρόλαβα να καθαρίσω καλά τα ασημικά. Όλο το βράδυ σκεφτόμουν εκείνη τη μικρή δακτυλιά που πρέπει να άφησα πάνω στο κηροπήγιο. Δεν είμαι τέτοια εγώ. Τρίβω με μανία μη τυχόν και πέσει τίποτα στην αντίληψη της αφέντρας μου. Εδώ που τα λέμε από μικρό παιδί έχω μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ήμουν 9 χρονών όταν η αφέντρα μου με βρήκε κάτω απ’ τα κιτρινισμένα φύλλα του φθινοπώρου, λιπόθυμη. Ακόμα δεν ξέρει τι μου συνέβη. Και ποτέ δε ρώτησε. Σήμερα με τρώει πολύ η πλάτη μου. Το σημάδι από το πρώτο μαστίγωμα της μητριάς μου, συνήθως κάνει αισθητή την παρουσία του όταν βρέχει καταρρακτωδώς. Είναι αστείο, αλλά ακόμα κι όταν οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούν τα παράθυρα του παλατιού, από συνήθεια πιάνω με το χέρι μου το σημάδι κι ας μη με πονάει. Η μητριά μου συνήθιζε κάθε πρωί μετά την προσευχή να αυτομαστιγώνεται, αφού καθώς έλεγε η αφοσίωση στο Θεό απαιτεί πόνο και ταπείνωση. Μετά με οδηγούσε και εμένα στο δρόμο του. Από τότε δεν πιστεύω στην ύπαρξη του. Πιστεύω μόνο στα ασημικά μου. Είναι η δουλειά που αγαπώ περισσότερο. Τα ασημικά μου μοιάζουν με τους ανθρώπους. Όσο περισσότερο τους «τρίψεις» τόσο λιγότερο θα μείνει η βρώμα πάνω τους. Τρίβω τη σκόνη που ‘μεινε πάνω τους σα δεύτερο δέρμα. Τρίβω κάθε μέρα μη τύχει και μου ξεφύγει τίποτα. Κι όμως χτες δεν πρόσεξα εκείνη τη δακτυλιά… Ήρθε η ώρα να φύγω. Παίρνω το πανάκι μου, τα σαπούνια και την κηραλοιφή μου.

Μόλις έφτασα στην κουζίνα. Το σώμα μου ρούφηξε κάθε σταγόνα βροχής, αλλά δε με πειράζει. Ψάχνω το κηροπήγιο. Μα που είναι; Εδώ το είχα αφήσει. Ας ψάξω στα μπαούλα. Τίποτα. Μήπως στα πάνω ντουλάπια; Πουθενά. Το πήρε μήπως η Ροζάριο; Και τι να το κάνει; Η Ροζάριο είναι η μαγείρισσα του παλατιού. Είναι ξακουστή σε όλη την Ισπανία, αφού η αφέντρα μου υποδέχεται μεγάλους και τρανούς βασιλιάδες, πρίγκιπες, βασιλοπούλες, ευγενείς της υψηλής κοινωνίας και πάντα θέλει να μένουν ευχαριστημένοι. Την επέλεξε, γιατί μιλάει λίγο, μαγειρεύει καλά και ξέρει την Αγία Γραφή καλύτερα κι απ’ το όνομα της. Η Ροζάριο δε με συμπαθεί και πολύ, γιατί μάλλον έχει καταλάβει ότι κάτι συμβαίνει με μένα και με τις προσευχές. Μα που είναι το κηροπήγιο; Τι θα γίνει αν βρούνε τη δακτυλιά; Σήμερα είναι μεγάλη μέρα αφού η αφέντρα και ο αφέντης μου θα υποδεχτούν ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο. Κι αν την ώρα που τρώνε πεταχτεί το δακτυλικό μου αποτύπωμα; Δεν θα καθρεφτίζονται στο κηροπήγιο, όπως θα έπρεπε, αλλά θα βλέπουν θολό το είδωλο τους. Και η αφέντρα μου σιχαίνεται τα θολά τοπία, τα θολά αντικείμενα και περισσότερο τους θολούς ανθρώπους. Τρέχω να ψάξω στα δωμάτια των επισκεπτών. Ούτε εδώ. Ο κρύος ιδρώτας έχει διαπεράσει το κορμί μου. Και ξάφνου ακούω τη φωνή της. «Αριήλ, έλα γρήγορα εδώ». Κόντεψα να πεθάνω. Κόπηκε η φωνή μου, στέγνωσε ο λαιμός μου. Δεν τη φοβόμουν την αφέντρα μου, αλλά στην ιδέα και μόνο ότι μπορεί να είδε τη δακτυλιά μου, η γη ήδη άνοιξε να με καταπιεί. Με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει έτρεξα προς το μέρος της. Ήταν η ώρα της προσευχής της. Και τούτη την ώρα, πάγωνε ο χρόνος. Την ακολουθούσα πάντοτε, καθώς ήθελε να της κρατάω το φόρεμα. Νομίζω πως κατά βάθος δεν ήθελε να μένει μόνη της. Αφού επανήλθε η ψυχή μου στη θέση της, αρχίσαμε να περπατάμε και το μυστήριο του κηροπήγιου συνέχισε να τριβελίζει το μυαλό μου.

Μόλις φτάσαμε στο δωμάτιο της. Γονατίζουμε και ξαφνικά με την άκρη του ματιού μου βλέπω το κηροπήγιο. Τρέμω. Η αφέντρα μου προσεύχεται με ευλάβεια, όταν κάποια στιγμή ψελλίζει: «Αριήλ, το λιοντάρι του θεού». Συνεχίζει να βρέχει και το σημάδι στην πλάτη μου τσιμπάει τα σωθικά. «Αριήλ δες τα κίτρινα φύλλα στο δάσος. Δε σε ρώτησα ποτέ, τι σου συνέβη τότε;» Όλες μου οι πληγές μόλις ξύθηκαν ταυτόχρονα. Η πλάτη μου, η δακτυλιά στο κηροπήγιο, η καρδιά μου. Έτρεχα να σωθώ, της είπα. Ήθελαν να με κάψουν στην πυρρά. Η αφέντρα μου κόμπιασε, γούρλωσε τα μάτια και με απορία με ρώτησε γιατί. «Γιατί ο πατέρας μου ήταν Εβραίος. Με κυνηγούσαν τρεις ημέρες, μέχρι που πήδηξα απ’ τον γκρεμό».

Είναι 25 Ιουλίου του 1481. Είμαι δεμένη και γυμνή. Το φως του ήλιου καίει την πλάτη μου. Μετά βίας βλέπω μπροστά μου το πλήθος. Το ακούω όμως να κραυγάζει με μανία. Θέλουν να με δουν νεκρή. Σήμερα δεν πρόλαβα να τρέξω, ούτε θα με βρει η αφέντρα μου. Κοιτώ στον ουρανό. Τα μάτια μου τσούζουν. Τα δάκρυά μου καίνε τα μάγουλα. Νομίζω πως μιλάω με το Θεό. Δεν αυτομαστιγώνομαι, δεν νιώθω βρώμικη, ούτε ταπεινωμένη. Θα ‘θελα να τρίψω το σώμα μου, όπως τα ασημικά μου. Με μανία. Όχι δεν είμαι βρώμικη. Θέλω να «τρίψω» τη ζωή μου για τελευταία φορά. Ο Θεός θα με συγχωρέσει, όπως τον συγχώρεσα κι εγώ. Καίγονται τα γόνατα μου. Τσιρίζω από πόνο, όχι από οργή. Κοιτάω τις τελευταίες εικόνες της ζωής μου. Βλέπω την αφέντρα μου. Ψελλίζει: «Αριήλ, το λιοντάρι του θεού».

Μόλις έφτασα μαμά. Ακούω έναν άνδρα να λέει: «Να σας ζήσει.

Α! Δείτε έχει ένα σημαδάκι στο γόνατο». Μα που είμαι; Στο γόνατο; Όχι στην πλάτη; Και σημαδάκι όχι σημάδι; Είναι ένα κόκκινο σημάδι. Είναι 25 Ιουλίου το 1988. Είμαι Λέων. Είμαι ολάκερη φωτιά. «Τρίβω» τις πληγές μου και από κάτω βρίσκω πάντα το Θεό.




Σημείωση: Η ιστορία είναι φανταστική, αλλά επηρεασμένη από την ιστορία της Ισαβέλλα Α΄ της Καστίλης η οποία καθιέρωσε την Ιερά Εξέταση 1481, όπου έξι άνθρωποι κάηκαν στην πυρρά...



Προτεινόμενα
Πρόσφατα
Ετικέτες
Noch keine Tags.
bottom of page