top of page

Σα να χιόνιζε

.

.. Πάγωσαν τα χέρια μου κι ανάβοντας το τζάκι δυο φλόγες -φως μέσα στα μάτια μου- έκαψαν τη νύχτα. Εκείνη τη νύχτα εσύ ως φλόγα εισέβαλλες στο σπιρτόκουτο της ψυχής μου και το ανατίναξες...


Η μέρα ήταν παγωμένη κι έξω... σα να χιόνιζε! Δεν ξεκόλλησαν τα μάτια μου από τις νιφάδες καθώς ξεδιπλώνονταν πάνω στην ανάσα του παγερού αέρα. Το χέρι μου κόκκινο -τρέμοντας σχεδόν- κρατούσε σφικτά το κινητό. Η οθόνη φλέρταρε το βλέμμα μου κι όταν φωτιζόταν, έλαμπα κι εγώ.


Επέμενες να στέλνεις κι εγώ ως διψασμένη απαντούσα. Κρύωνα κι ένιωθα σα να χιόνιζε εκεί έξω.

Μέσα σε χώρο γνώριμο σε συνάντησα και το εκκωφαντικό γέλιο σου, τιτίβισμα αηδονιού στην καρδιά της Άνοιξης, για τα αυτιά μου. Δεν τόλμησα να μιλήσω. Κράτησα στην ερημιά του σκοτεινού δάσους όλα τα μυστικά. Τυχαία σε κάποιο ξέφωτο άφησα το χάρτη για να εξερευνήσεις.


Η αδιαφορία πάγωσε τα κόκκαλα μου, μια ανατριχίλα κατέκλυσε το κορμί μου και ένας ανίσχυρος θυμός έσπασε τον πάγο. Ένα λάκτισμα αρκούσε να σπρώξει τους δείκτες του ρολογιού προς τα δεξιά κι αυτή τη φορά δεν προσποιήθηκα, έφυγα στ' αλήθεια. Θέλησα να εξαφανιστώ, να μη βγάλω πνοή παρά μόνο μια φράση: "μη μ' αφήνεις". Τίποτα δε βγήκε από το πηγάδι - είχε στερέψει καθώς έσφιγγα τα δόντια.

Στριμώχτηκα στις θέσεις ενός παλιού λεωφορείου, τα παράπονά μου εγκλώβισα σε ένα μόλις μήνυμα κι ο προορισμός φάνταζε κοντινότερος από ό,τι πριν. Αποκρίθηκες τόσο ψυχρά κι έξω από το βρώμικο παράθυρο έμοιασε σα να χιόνιζε! Σκέφτηκα να κατέβω αμέσως στην ξένη περιοχή -μες στο χιόνι- να τρέξω, να φωνάξω, να βρίσω. Εμένα να κακολογήσω για τη λάθος στιγμή, τη λάθος επιλογή. Τόσο λάθος σαν το χιόνι στην Αθήνα.


Ένα χέρι με ακούμπησε και ήταν οικείο, ήταν φιλικό. Ακούμπησε τα χείλη μου θέλοντας να τα παρομοιάσει με χαμόγελο. Δε με άφησε να κατέβω, να ξεμυαλιστώ. Έμοιαζα τόσο ενοχλημένη, αηδιασμένη που οι άγνωστοι με έκαναν χάζι γεμάτοι περιέργεια. Τι να μου συνέβαινε άραγε; Το νωπό -από τα δάκρυα- φουλάρι μαρτυρούσε πως δεν ευθυνόταν το χιόνι για το παγωμένο μου πρόσωπο, αλλά ΕΣΥ! Ανερμάτιστος ο λυγμός είχε σκληρύνει τη φωνή μου αλλά όχι και την καρδιά μου.


Συνήλθα από το λήθαργο όταν φωνές αναστάτωσαν όσους βρίσκονταν στο λεωφορείο. Ένας στυγνός και αναίσθητος άνδρας, με αρρωστημένο και βλοσυρό ύφος, με ουλές στο μέτωπο και πενιχρή ομορφιά, χτύπησε μια γυναίκα που φύλαγε ένα θησαυρό στη φουσκωμένη της κοιλιά, για να του παραχωρήσει τη θέση της. Ένας αλλοδαπός -με σπαστά ελληνικά αλλά με λαμπερά μάτια- υπερασπίστηκε την άτυχη γυναίκα και τη βοήθησε να αναπνεύσει επιτέλους. Άναυδη και αδύναμη σχημάτισα μια γροθιά στο χέρι μου μα δεν αντέδρασα.


Με ένα μορφασμό απογοήτευσης -ζωγραφισμένο ανεξίτηλα- στο πρόσωπό μου άφησα έναν αναστεναγμό να θαμπώσει το τζάμι. Την επόμενη στιγμή το λεωφορείο με άφησε πίσω ποτίζοντας τα ρούχα μου με νόθο καυσαέριο. Περπάτησα λίγο... Κοντοστάθηκα. Άπληστα πήρα από ένα περβάζι κάμποσο χιόνι και έφτιαξα χιονόμπαλα. Την κράτησα στα χέρια μου, άρχισε να λιώνει και τη θρυμμάτισα. Με ικανοποίηση τίναξα τα χέρια μου που έτσουζαν και χάραξα πορεία.


Ένα αδέσποτο σκυλί με ζύγωσε λαχανιασμένο, έχοντας στο στόμα του ένα μεταλλικό κουτί αναψυκτικού - του αγαπημένου μου. Το άφησε να πέσει μπροστά στα πόδια μου και με κοίταξε στα μάτια κουνώντας ζωηρά την πληγωμένη ουρά του. Έστρεψα το κεφάλι προς το φιλικό μου πρόσωπο, το οποίο με ακολούθησε, κι έγνεψα καταφατικά. Αρχίσαμε μες στο κρύο να ανταλλάζουμε πάσες και ο θόρυβος προκαλούσε το σκυλί να κυνηγήσει το κουτάκι. Προτού το αντιληφθούμε, φθάσαμε στο λιμάνι και το χαριτωμένο σκυλί με το πυκνό τρίχωμα πήρε το κουτάκι, σήκωσε το κεφάλι, με ευγνωμοσύνη ανοιγόκλεισε τα μάτια και κατεβάζοντας τα αυτιά έφυγε, ξέροντας πως δεν είχε κάτι πια να αφουγκραστεί.


Το σαπιοκάραβο πάσχιζε να μας κρατήσει ζωντανούς, τιθασεύοντας τα κύματα, μες στην αλμύρα και την κακοκεφιά. Η παρένθεση που μου χάρισε μικρές πινελιές στον καμβά πριν λίγο, ήταν ισχνή μες στο χάος του βιβλίου της ζωής. Τώρα το κόκκινο χρώμα δε λέει να εγκαταλείψει το μέτωπο, τα μάγουλα, τη μύτη μου... Ανησύχησαν οι άλλοι και μου πρόσφεραν θερμές κουβέντες μα το ψύχος ήταν ισχυρότερο με αποτέλεσμα να παγώσει το στόμα μου και να σταθώ αμίλητη.


Όταν το καράβι έφθανε στο λιμάνι και επιβράδυνε ανοίγοντας τη μπουκαπόρτα, είδα μπροστά στα μάτια μου ένα χιονισμένο τοπίο, έρημο και τρομαχτικό. Κουράστηκαν τα μάτια μου να ψάχνουν χρώματα - μόνο σκιές και ασπρόμαυρο μοτίβο. Αποχαιρέτησα με κάλπικο χαμόγελο το φιλικό πρόσωπο, έβαλα τα ακουστικά, δυνάμωσα τη μουσική -του Σπανουδάκη θα 'πρεπε να ήταν, ο Μέγας Αλέξανδρος- και βάδισα σέρνοντας τα πόδια μου στο μεταμφιεσμένο πεζοδρόμιο.


Σάστισα όταν σκόνταψα πάνω στην εξώπορτα του σπιτιού μου. Ζαλίστηκα από το σκοτάδι που έσταζε σε κάθε τοίχο, που πλημμύριζε την αυλή, που κατάπινε τα δέντρα και τα λιγοστά άνθη στις απεριποίητες γλάστρες. Διστακτικά τράβηξα το σκουριασμένο σύρτη κι άνοιξα την πόρτα. Έτρεξα στο δωμάτιό μου, χώθηκα στην αγκαλιά του κρεβατιού μου, τυλίχτηκα με το μαραζωμένο πάπλωμα, έτσι ακριβώς όπως φασκιώνουν ένα νεογνό για να το διατηρήσουν ζεστό και ασφαλή. Αισθανόμουν το σώμα μου βαρύ, τα ρούχα με έπνιγαν, τα αυτιά μου βούιζαν. Ξέσπασα σε κλάματα, λυγμούς, σε παραληρήματα και νευρικά-σπασμωδικά γέλια.


Ένιωσα μια απαλή δόνηση στην τσέπη μου. Είχες στείλει μήνυμα. Πήρα το κινητό στα χέρια μου, διέγραψα το ασήμαντο μήνυμα πριν καν το διαβάσω. Είχα διαγράψει ήδη τα πάντα από σένα όταν μετέδωσα όλους τους συλλογισμούς και τα συναισθήματα στη χιονόμπαλα που θρυμμάτισα. Τώρα δε θα 'ναι παρά μόνο αναμνήσεις διάχυτες, σημαδεμένες με τα αποτυπώματα λασπωμένων παπουτσιών και μισοσβησμένων τσιγάρων.


Ένα αερικό -μήτε ψυχρό μήτε κακοπροαίρετο!!!- με ξεσκέπασε, πήρε το κινητό από το χέρι μου και το άφησε να πέσει κάτω. Με σήκωσε, πλησιάσαμε το παράθυρο, τέντωσε το δάχτυλο προς την αυλή μου και ψιθύρισε "χιονίζει εκεί έξω". Απορημένη έψαξα το πρόσωπό του αλλά δυσκολεύτηκα εξαιτίας του αποπνιχτικού σκοταδιού. Παρόλα αυτά ο ψίθυρος ήταν χαρακτηριστικός και μελαγχολικός. Το ανατριχιαστικό "φιλαράκι" μου εξαφανίστηκε προτού το αγγίξω. Πήρα τον αναπτήρα από το γραφείο και βγήκα έξω. Έβγαλα το δακρυσμένο φουλάρι και το έκαψα!


Πήρα μια βαθειά ανάσα, γεμάτη δηλητηριασμένο καπνό και την κράτησα. Έβγαλα το παλτό. Έβγαλα τη μπλούζα. 'Έδειξα στον διχασμένο ουρανό την ασχήμια μου και χτύπησα δυνατά το στήθος με τραχύ ατσάλι.


Αφήνοντας πνιχτή την πνοή, τη στερνή, να μ' εγκαταλείψει, σωριάστηκα στη μέση της αυλής. Και να που το πρόσωπο έγινε άσπρο και το χιόνι κόκκινο!


Κι όντως χιόνιζε! Το τζάκι έσβησε!

Προτεινόμενα
Πρόσφατα
Ετικέτες
Noch keine Tags.
bottom of page