Ο τελευταίος σταθμός (αφιερωμένο)
Είμαι από τους ανθρώπους που δεν εκφράζω τα συναισθήματα μου εύκολα. Καμιά φορά πιστεύω πως απλώς θα ξανά βρεθούμε. Κάποτε! Και ίσως τότε να πω όσα δεν είπα. Το κακό είναι, πως μέσα σε όλα αυτά ξεχνάω και το σημαντικότερο. Μια στιγμή μονάχα αρκεί για να γίνεις ανάμνηση. Και αν αγαπώ την συγγραφή, είναι γιατί μέσω αυτής, αυτή η στιγμή, μπορεί να 'χει την ελπίδα, ίσως να ζήσει και λίγο περισσότερο από αυτό που ονομάζουμε αιωνιότητα."Ο τελευταίος σταθμός", είναι αφιερωμένο στην Όλγα Θεοδωροπούλου. Έναν άνθρωπο που μου έδειξε πως η ζωή είναι αρκετά σκληρή, όμως δεν υπάρχει λόγος για να μην την απολαύσεις.
"Πήρα το εισιτήριο! Νιώθω λίγο φόβο. Αυτό το ταξίδι το ονομάζω ζωή. Σε λίγο ξεκινάμε, στα χέρια μου κρατάω μια βαλίτσα συναισθήματα, αγάπη, αθωότητα, χαρά και αισιοδοξία, αυτά έχει μέσα. Βλέπω κι'άλλο κόσμο να ανεβαίνει, κάποιοι κρατάνε αποσκευές και κάποιοι όχι. Άραγε να 'ναι και οι δικές τους βαλίτσες γεμάτες με αυτά τα όμορφα συναισθήματα; Αναρωτιέμαι, κοιτάω συνεχώς τριγύρω. Μα πότε θα ξεκινήσουμε, ανυπομονώ για το ταξίδι. Το ρολόι μου μετράει αντίστροφα. Αργούμε, σκέφτηκα. Βιάζομαι, θέλω να κάνω γρήγορα αυτό το ταξίδι, να δω, να ζήσω, να απολαύσω. Αυτή είναι η αφετηρία. Το θυμάμαι, μονάχα για τώρα όμως, είναι σίγουρο. Άραγε ποια είναι η επόμενη στάση. Κάποιοι κλαίνε, κάποιοι γελάνε, κάποιοι κάθονται μόνοι σε αυτό το βαγόνι. Ήρθε ο εισπράκτορας, πριν φτάσει στο μέρος μου, είδα να κατεβάζει κάποιον από το τραίνο. Το εισιτήριο του έληξε του είπε. Δίνω το εισιτήριο μου και επαναπαύομαι στη θέση μου, χαλαρώνω. Κάποιος μου κρατάει το χέρι, νιώθω σιγουριά ασφάλεια, μα κυρίως αγάπη για ένα πρόσωπο, που όμως βλέπω θολό. Ξεκινάμε. Το τραίνο αρχίζει να αναπτύσσει ταχύτητα. Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται, που πάμε τελικά; Ποιος είναι ο επόμενος σταθμός; Κοιτώ από το παράθυρο μα οι εικόνες αλλοιωμένες. Οι ήχοι είναι δυνατοί, μαζί με την οχλαγωγία των ανθρώπων γύρω μου. Ο φόβος μεγαλώνει. Το χέρι εκείνο με κρατάει ακόμα. Νιώθω την ζεστασιά. Είμαι καλά, σκέφτηκα. Αυτό αρκεί. Έτσι δεν είναι; Φτάνουμε; Τι γίνεται; Ξάφνου ένιωσα τον ήλιο να διαπερνά τα τζάμια και να μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Κάποιος άνοιξε το παράθυρο και επιτέλους πήρα μια βαθιά ανάσα. Όλα καλά. Νομίζω πως πλέον δεν αγχώνομαι γι'αυτό το ταξίδι. Δεν έχει σημασία που δεν καταλαβαίνω. Κάποιος σιγοτραγουδάει, σώπασα τις σκέψεις μου για να το απολαύσω. Περάσαν αρκετές ώρες, νιώθω κούραση. Τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν. Ευτυχία, ίσως καμιά φορά να ένιωσα θυμό και λύπη, μα αυτές τις στιγμές δεν τις θυμάμαι. Είμαι καλά. Νιώθω καλά. Μα ήταν ένα όνειρο. Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα σκοτάδι. "Περνάμε από τούνελ", άκουσα να μου λέει η φωνή του προσώπου, που με κρατούσε ακόμα από το χέρι. Τι είναι αυτό; Αναρωτήθηκα. Θέλω φως, η ένταση των ήχων άλλαξε, βουίζουν τα αυτιά μου. Τι; Δεν σε ακούω; Μα που πας; Μόνη μου θα μείνω σε αυτό το βαγόνι γεμάτο ξένους; "Θα γυρίσω" μου είπε. Έφυγε, κάποιος ήρθε και μου μίλησε. Μου 'πε πως είχαμε περάσει ήδη δέκα στάσεις. Πήγε να μου πιάσει το χέρι μα δεν τραβήχτηκα. Ένιωσα σχεδόν μια παρόμοια ζεστασιά, ίδια με εκείνου του χεριού που με κρατούσε προ ολίγου. Θέλησα και εγώ να μιλήσω. Να πω για τα όνειρα μου. Μιας και που δεν θυμόμουν και τίποτα άλλο. Ούτε μια στιγμή απ' την αφετηρία. Και ας είχαν περάσει μόνο ώρες. Το ταξίδι άρχισε να γίνεται διασκεδαστικό. Γέλασα, πέρασα καλά. Με κούρασε όμως, φύγε. Θέλω να μιλήσω με άλλον. Επόμενη στάση και με τα μάτια ορθάνοιχτα. Βλέπω τον σταθμό μέσα από το βαγόνι. Έφυγε αυτός, όπως και άλλοι. Και όμως το βαγόνι παρέμεινε γεμάτο. Ήρθε καινούριος κόσμος μέσα. Άραγε τι γίνεται στα άλλα βαγόνια; Σηκώθηκα να πάω να κοιτάξω. Η ταχύτητα του τραίνου με εμπόδισε αρκετές φορές να προχωρήσω. Άλλες κρατήθηκα απ'όπου βρήκα και άλλες με κράτησαν κάποιοι που τυχαία βρισκόντουσαν κοντά μου. Κάποιος με κλώτσησε, έπεσα. Ποιος ήταν; Δεν είδα. Σηκώθηκα τίναξα τα ρούχα μου που γέμισαν με σκόνη και προχώρησα. Κι'άλλο τούνελ. Που πήγε εκείνο το οικείο πρόσωπο; Είναι κάπου εδώ το ξέρω, το νιώθω. Α!! Να το, εκεί. Ωραία. Του είπα πως κάνω βόλτα και κοιτάω στα υπόλοιπα βαγόνια. Μου πε "πρόσεχε". Και εγώ συνέχισα. Κάποια στιγμή το τραίνο σταμάτησε. Κι'άλλη στάση! Ακόμα; Γιατί δεν πάει πιο γρήγορα αυτό το τραίνο; Θέλω να δω τις επόμενες στάσεις. Μου είπαν πως είναι ωραία εκεί. Θέλω να φτάσουμε επιτέλους. Μέχρι στιγμής σε αυτό το ταξίδι, συνάντησα πολλούς ανθρώπους. Κάποιους τους συμπάθησα, μερικοί κατέβηκαν νωρίτερα από μένα. Κάποιοι πήγαν σε άλλο βαγόνι και δεν ξανά μιλήσαμε. Ήταν και αρκετοί αυτοί που μετά βίας τους κατέβασαν από το τραίνο. Και άλλοι που συνεχίζουν ακόμα αυτό το ταξίδι. Αυτό το τούνελ είναι μεγάλο. Το σκοτάδι όμως συνέχισε να υπάρχει και μετά από αυτό, είχε νυχτώσει. Νομίζω έχασα την βαλίτσα μου. Ή κάποιος μου την έκλεψε. Αρχίζω να μπερδεύομαι. Δεν θέλω πια, δεν έχει πλάκα. Θέλω να κατέβω. Αναγούλα, άσχημα συναισθήματα και πολύ θυμός. Βάζω το χέρι μου στη τσέπη και πιάνω το εισιτήριο. Ήθελα να το σκίσω, και απλά να περιμένω αργά η γρήγορα να με κατεβάσουν. Μα δεν έληξε ακόμα. Το ξανά σκέφτηκα. Το δίπλωσα και το έβαλα ξανά στην τσέπη μου. Όχι, υπομονή. Θα φτάσω ως το τέλος. Συνεχίζει το ταξίδι, όπως και οι κυκλοθυμικές μου διαθέσεις. Μια έτσι μια αλλιώς. Μα θα έπρεπε να το ευχαριστιέμαι έτσι δεν είναι; Περάσαμε από αρκετούς σταθμούς. Σε κάποιον από αυτούς το οικείο εκείνο πρόσωπο με εγκατέλειψε. Τελικά είμαι αρκετό καιρό εδώ μέσα. Συνήθισα. Το ταξίδι, το τραίνο, το σκοτάδι και το φως που ξανά βλέπω πάντα στο τέλος του τούνελ. Έτσι είναι. Απ'τα μεγάφωνα του τραίνου ανακοίνωσαν πως φτάνουμε στον προορισμό μας. Μα πως γίνεται; Δεν πρόλαβα τελικά να τα δω όλα. Είμαι εξουθενωμένη όμως και πλέον δεν θέλω, παρά μονάχα να φτάσω στο τελευταίο μου σταθμό. Ήταν όμορφο το ταξίδι τελικά, θα ήθελα να το ξανά ζήσω. Ήτανε λίγο. Αλλά ήρθε η στιγμή να κατέβω. Δεν έχει σημασία από εκεί και πέρα που θα πάω. Το τραίνο θα συνεχίσει την διαδρομή του, χωρίς εμένα. Άραγε να με θυμούνται οι συνεπιβάτες μου; Αυτοί που θα μείνουν πίσω και θα συνεχίσουν, θα θυμούνται το όνομα μου; Βρήκα πεταμένο στο πάτωμα, έναν μαρκαδόρο. Τον πήρα. Δεν έχω χρόνο, γρήγορα. Έγραψα το όνομα μου στη πλάτη ενός καθίσματος, ελπίζοντας πως έτσι να μείνω σε κάποιου την μνήμη, τριάντα δεύτερα, ευτυχώς δεν έχω πια αποσκευές να κουβαλάω. Είκοσι δεύτερα, βλέπω τον σταθμό. Δέκα, επιτέλους φτάνω. Πέντε, ήρθε η ώρα να ξεκουραστώ από αυτό το ταξίδι. Μηδέν. Αντίο. Κατέβηκα και χάθηκα σαν σκιά μέσα στη πολυκοσμία του σταθμού."
Αναπαύσου εν'ειρήνη!