top of page

Όμορφες ελληνικές λέξεις (Ι-Ο) ΛΕΞΙΚΟ


Η συνέχεια του άρθρου "Όμορφες ελληνικές λέξεις" που συνεχίζει με το γράμμα γιώτα μέχρι το όμικρον! Λέξεις που θα ομορφύνουν το γραπτό σας λόγο, αλλά και θα ανακαλύψετε τη μαγεία της ελληνικής γλώσσας.

(Οι λέξεις είναι σε κατηγορίες με αλφαβητική σειρά, αλλά όχι σε κάθε κατηγορία αλφαβητικά)

- Ι -

ιλαρός: χαρούμενος, φαιδρός, χαρωπός ιταμός: αυθάδης, θρασύς, προκλητικός

ιαχή: δυνατή κραυγή, ιδίως πολεμική·

ιδεί: η όψη προσώπου ή πράγματος

ιερεμιάδα: λόγος που παρουσιάζει, περιγράφει ή εκτιμά, μια κατάσταση με τρόπο ιδιαίτερα απαισιόδοξο ή μεμψίμοιρο· θρηνολογία, μεμψιμοιρία

ιριδίζω: εμφανίζω, κάνω ιριδισμούς

ισχνός: α. (για άνθρ. και ζώο ή μέλος του σώματός τους) που έχει λίγη σάρκα· λιπόσαρκος, αδύνατος, αχαμνός. β.. (μτφ.) α. πολύ λίγος, ελάχιστος, πενιχρός: ~ μισθός. Iσχνά αποτελέσματα. Iσχνό βαλάντιο,φτωχό. β. αδύναμος: Iσχνά επιχειρήματα. Iσχνή φωνούλα

-Κ -

καινοφανής: αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο πρωτοεμφανιζόμενος καιροφυλακτώ: περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καραδοκώ καταπίστευμα: αυτό που εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον άλλο κατάφωρος: ολοφάνερος, χειροπιαστός, οφθαλμοφανής κατηφής: κατσούφης, σκυθρωπός κίβδηλος: ψεύτικος, πλαστός

καδμείος: μόνο στην έκφραση καδμεία νίκη, όταν τα αποτελέσματά της είναι το ίδιο καταστρεπτικά, τόσο για τους νικητές όσο και για τους ηττημένους κονιορτοποιώ: λιώνω, μετατρέπω κάτι σε σκόνη κωλησιεργώ: καθυστερώ την εκτέλεση ενός έργου

καγχασμός: γέλιο δυνατό και σαρκαστικό

κάθαρση: 1α. ψυχικός και ηθικός εξαγνισμός β. (ψυχαν.) θεραπευτική διαδικασία, κατά την οποία επανέρχονται στη συνείδηση του ατόμου επώδυνες εμπειρίες, που η απώθησή τους προκαλούσε διάφορες ψυχικές διαταραχές. 2. η απομάκρυνση από μια υπηρεσία, μια οργάνωση κτλ. ατόμων που είναι ή που θεωρούνται ανήθικα ή επικίνδυνα 3. Yγειονομική ~, η απομόνωση και ο έλεγχος για ορισμένο χρονικό διάστημα ανθρώπων, ζώων ή εμπορευμάτων, που προέρχονται από περιοχές όπου υπάρχει κάποια επιδημία· καραντίνα

- Λ -

λεξιθηρία: η αναζήτηση σπάνιων λέξεων και εκφράσεων και η χρησιμοποίησή τους στον προφορικό ή γραπτό λόγο

λοιδορία: (λόγ.) κακολογία, χλευασμός που απευθύνει κάποιος σε κπ. για να τον προσβάλει, να τον περιγελάσει λίκνο: ο τόπος όπου για πρώτη φορά γεννήθηκε ή αναπτύχθηκε κάτι. λιποψυχώ: δειλιάζω, φοβάμαι

λαίλαπα: 1. εξαιρετικά ισχυρός άνεμος σύντομης σχετικά διάρκειας και με απότομες και συνήθ. μεγάλες αλλαγές στη διεύθυνσή του: 2. (μτφ.) για κτ. που προξενεί ζημιές, καταστροφές μεγάλης έκτασης

λοίσθια: α. για κπ. που ψυχορραγεί, που είναι ετοιμοθάνατος β. για κτ. που βρίσκεται στα τελευταία του, που κοντεύει να σταματήσει να υπάρχει, να λειτουργεί κτλ

- Μ -

μαυσωλείο: μεγαλοπρεπές ταφικό οικοδόμημα μειλίχιος: ήπιος, πράος, καταδεκτικός, γαλίφης μεμψιμοιρώ: παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, μουρμουρίζω, γκρινιάζω. μίασμα: απεχθές έγκλημα, ανοσιούργημα μνησίκακος:αυτός που θυμάται το κακό που του έκαναν και από μίσος για το δράστη επιδιώκει να τον εκδικηθεί

μύραινα: η σμέρνα

μεγάθυμος: (λόγ.) μεγαλόψυχος μομφή: επίπληξη, κατάκριση, κατηγορία μονολιθικός: πνευματικά στεγανοποιημένος, μονοδιάστατος, μονομερής μυσαρό: που ηθικά είναι επιλήψιμος, ώστε να προκαλεί αποστροφή

- Ν -

νείρομαι: (ρ.) επιθυμώ πολύ, ονειρεύομαι, λαχταρώ

ναΐφ: 1.για λαϊκό κυρίως καλλιτέχνη χωρίς ειδικές γνώσεις, που τον χαρακτηρίζει η απλοϊκότητα, η απλότητα και ο αυθόρμητος τρόπος έκφρασης·. 2. για άνθρωπο ανεπιτήδευτο και συχνά αφελή και απλοϊκό

νταμωτός: που είναι χωρισμένος σε τετραγωνάκια, που το χρώμα τους είναι εναλλάξ σκούρο και ανοιχτό νύξη: υπαινιγμός, υπονοούμενο

νουθεσία: συμβουλή που δίνει ένας ώριμος συνήθ. άνθρωπος σε νεαρό άτομο, για να το προστατεύσει από ενδεχόμενο σφάλμα ή για να το συνετίσει νωχελικός: (επίθ.) ο νωθρός, αυτός που κινείται και δρα με αργό ρυθμό και οκνηρία

- Ξ -

ξέσαρκος : (λογοτ.) λιπόσαρκος

ξεροβόρι: 1.ξερός και ψυχρός βοριάς. 2. (μτφ., λογοτ.) οι σκληρές δοκιμασίες της ζωής

- Ο -

όψομαι: 1. στις εκφράσεις ας / να όψεται ή ας / να όψεσαι, ας έχει(ς) επίγνωση του κακού που έκανε(ς) και ας τιμωρηθεί(ς) από το Θεό. 2. οψόμεθα (ες Φιλίππους), ως απειλή ουραγός: ) αυτός που ηγείται ή βρίσκεται στην οπισθοφυλακή / αυτός που βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μιας βαθμολογικής κατάταξης / αυτός που απλώς ακολουθεί τους άλλους. ουτοπία: το μη πραγματοποιήσιμο, φαντασιοκόπημα, χίμαιρα

όνειδος: ό,τι ντροπιάζει τον άνθρωπο δημόσια και σε μεγάλο βαθμό

ουδαμού:πουθενά: ~ της γης / της οικουμένης, πουθενά σε ολόκληρη τη γη / την οικουμένη

οχλαγωγία: ενοχλητικός θόρυβος που προέρχεται από τις φωνές πολλών συγκεντρωμένων ανθρώπων

οψιμάθεια: (λόγ.) η απόκτηση γνώσεων σε προχωρημένη ηλικία

Διαβάστε το προηγούμενο άρθρο "Όμορφες ελληνικές λέξεις (Α-Θ) εδώ.

Προτεινόμενα
Πρόσφατα
Ετικέτες
Noch keine Tags.
bottom of page