Ο επισκέπτης
Η μέρα μου όπως πάντα, κούραση στο γραφείο, μια στάση στο γυρισμό για να πάρω το αγαπημένο μου κόκκινο κρασί. Άλλωστε είναι βράδυ Παρασκευής, σήμερα θα κάνω αυτό που πάντα έκανα. Να χαλαρώσω στον άνετο μου καναπέ και να δω τηλεόραση.
Σίγουρα θα έχει κάποια καλή ταινία. Το τηλέφωνο παραμένει βουβό, ποιος να με θυμηθεί; Μερικές φορές νευριάζω με τον εαυτό μου, μα γιατί να είμαι τόσο απόμακρος.
Σήμερα για άλλη μια φορά αρνήθηκα στη πρόταση που μου έκαναν οι συνάδελφοι μου από το γραφείο. Αλλά, σάμπως τι καινούριο θα πούμε; Μια φορά και μετά βίας πήγα, όλο το βράδυ μιλούσαν για τα προβλήματα τους και παραπονιόντουσαν για το αφεντικό. Η δουλειά είναι δύσκολη δε λέω. Αλλά και αυτοί από τη μέρα που τους γνώρισα δεν έπαψαν να το σχολιάζουν, υπερωρίες, απλήρωτοι μισθοί, δουλειά στις γιορτές. Εδώ και τρία χρόνια τώρα.
Είναι δύσκολοι οι καιροί, όλοι μας ξέρουμε όμως ότι δε θα βρούμε και κάτι καλύτερο. Α, η αγαπημένη μου ταινία. Την έχω ξαναδεί ίσα με πέντε φορές. Το τηλέφωνο όμως γιατί δε χτυπάει; Τόσο αδιάφορος τους είμαι; Δεν επέμεναν και καθόλου όταν τους είπα πως δε θα πάω. Ίσως να με προσκαλούν μόνο και μόνο από ευγένεια, ποτέ δεν ήμουν η ψυχή της παρέας. Αμίλητος και ανέκφραστος, έτσι με αποκαλούν στη δουλειά. Τους άκουσα μια φορά.
Δεν έχουν άδικο, σίγουρα. Όμως δεν είναι και ακριβώς έτσι, μπορεί να προτιμώ να μένω σπίτι και να βλέπω τηλεόραση καθώς πίνω το κρασί μου, αλλά και αυτοί την ίδια ρουτίνα έχουν. Κάθε Παρασκευή στο Λα Πλαζ να πίνουν αμέτρητα ποτά και να φλυαρούν μέχρι τα ξημερώματα. Είναι πιο κοινωνικοί από εμένα, δε λέω. Αλλά στο γραφείο, ο ένας σχολιάζει τον άλλον. Έρχεται η Παρασκευή και προσποιούνται πως δεν είπαν ποτέ τίποτα. Μάλλον η κοινωνία έτσι λειτουργεί.
Λογικό είναι, δεν μπορούμε να τα πηγαίνουμε και καλά με όλους. Τώρα που το σκέφτομαι, εγώ δε τα πάω καλά και με κανέναν. Αυτή η Ιωάννα, είναι λες και το κάνει επίτηδες. Κάθε φορά που μπαίνει στο γραφείο μου και μετά φεύγει αφήνει τη πόρτα ανοιχτή, εκατό φορές της το είπα εκατό φορές με αγνόησε και ο Αντώνης, τώρα που το σκέφτομαι ο Αντώνης είναι ο χειρότερος, του έχω πει να μην αφήνει τους φακέλους όπου βρει. Στο δεύτερο ράφι έχω ειδικό χώρο για τους φακέλους, τόσο κόπο του κάνει να τους αφήνει εκεί απευθείας; Με αποσυντονίζει από τη δουλειά μου κάθε φορά. Αμ γιατί η Ευθαλία, γελάει και μιλάει τόσο δυνατά με τους άλλους συναδέλφους. Εφιάλτης κάθε φορά που πρέπει να πάω στο φωτοτυπικό. Μιλάει και γρήγορα, μερικές φορές νομίζω δε καταλαβαίνω καν τι λέει. Ευτυχώς που δεν επέμεναν τελικά. Σήμερα θέλω ηρεμία. Μα καλά, ποιος μου χτυπάει τη πόρτα τέτοια ώρα;
“Εσύ; Γιατί ήρθες;”
“Άσε με να σου εξηγήσω.”
“Νομίζω δεν έχουμε να πούμε τίποτα.”
“Σε παρακαλώ, δώσε μου μια ευκαιρία, μπορώ να περάσω;”
“Εντάξει.”
“Τι θέλεις; Γιατί ήρθες;”
“Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό; Είχα μεγάλο ταξίδι.”
“Κάτσε στο σαλόνι θα σου φέρω.....Λοιπόν ακούω”
“Δε μου ήταν εύκολη η απόφαση”
“Ούτε και εμένα μου ήταν εύκολη η απώλεια σου όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί γύρισες;”
“Ήτανε λάθος που είχα φύγει τότε, που δε προσπάθησα αρκετά.”
“Α ναι; Πόσα χρόνια σου πήρε αυτό για να το καταλάβεις;”
“Μου ήταν πολύ δύσκολο να ρθω να σε βρω, μετά από τόσο καιρό, δε ξέρω αν θα μπορέσεις να με συγχωρέσεις, μα σε εκλιπαρώ, τουλάχιστον άκουσε με και κατάλαβε με.”
“Αυτό που λες δε γίνεται έτσι απλά.”
“Μια ευκαιρία σου ζητάω μονάχα”
“Και σου τη δίνω, να σε ακούσω μόνο. Το να σε καταλάβω είναι δεύτερη ευκαιρία. Πίστεψε με, ούτε μια δεν αξίζεις.”
“Μη μιλάς έτσι στο πατέρα σου”
“Δεν είσαι σε θέση να απαιτείς να σε σέβομαι.”
“Είχα ξανά προσπαθήσει τα πρώτα χρόνια να σε πλησιάσω. Η μάνα σου όμως δε με άφηνε. Είχε κάνει τα πάντα, μέχρι που μια μέρα έχασα κάθε ίχνος σας.”
“Κάτι θα ήξερε που δεν σε άφηνε.”
“Ήμουν άρρωστος το καταλαβαίνεις; Το μόνο που ήθελα ήταν να γίνω καλά και να έχω δίπλα την οικογένεια μου να με στηρίζει.”
“Έχεις δίκιο. Ο τζόγος είναι μεγάλη αρρώστια. Στη δική σου περίπτωση, έπρεπε να είχε γίνει ευθανασία.”
“Σταμάτα να είσαι τόσο σκληρός απέναντί μου.”
“Και εσύ σταμάτα να κατηγορείς τη μάνα μου, έχεις ιδέα τι περάσαμε;”
“Είχατε ο ένας τον άλλον και εγώ κανέναν.”
“Εσύ την έκανες την επιλογή σου. Τι ήρθες να μου πεις πως δε σε στηρίξαμε; Πως μας είχες ανάγκη και σε παρατήσαμε; Αυτό; Τι θέλεις τώρα;”
“Να ξαναγίνουμε οικογένεια”
“Τώρα είναι πολύ αργά”
“Ήσουν πέντε χρονών, χρωστούσα περίπου είκοσι χιλιάδες. Με έψαχναν...”
“Το θυμάμαι πολύ καλά, χτυπούσαν τα κουδούνια ξημερώματα. Έπαιρναν τηλέφωνο και μας απειλούσαν”
“Είχα χάσει τον ύπνο μου.”
“Η μάνα μου να δεις. Με το ένα μάτι ανοιχτό κοιμόταν. Παραμιλούσε και συνεχώς κρυφοκοιτούσε από το παράθυρο.”
“Έφυγα για να σας προστατέψω”
“Όχι, έφυγες για να γλυτώσεις. Από τότε κυνηγούσαν εμάς.”
“Δεν είναι έτσι, προσπαθούσα να τους ξεπληρώσω”
“Πως; Συνεχίζοντας να ποντάρεις στη ρουλέτα;”
“Τα λεφτά ήταν πολλά, με απειλούσαν πως θα με σκοτώσουν αν δεν τους τα έδινα όλα μαζί και γρήγορα, ήταν ο μόνος τρόπος, ένας τυχερός αριθμός και όλα θα άλλαζαν.”
“Μόνο που τα χρόνια πέρασαν. Η μάνα μου έδινε σχεδόν όλο της το μισθό για να ξεπληρώνει το χρέος σου σιγά σιγά και να μην μας ενοχλούν άλλο.”
“Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, ξαναγύρισα. Αλλά αυτή δε με άφησε. Την επόμενη μέρα κιόλας φύγατε από το σπίτι”
“Ναι, ήμουν 11 χρονών. Φόρτωσε το αμάξι και χαράματα με σήκωσε από το κρεβάτι για να φύγουμε”
“Ξαναπροσπάθησα να σας πλησιάσω. Είχα βρει τη καινούρια σας διεύθυνση, την εκλιπαρούσα να σε δω έστω για πέντε λεπτά. Εφτά ολόκληρα χρόνια. Ερχόμουν κάθε απόγευμα στις....”
“Οχτώ. Καθόσουν στο παγκάκι λίγο πιο κάτω από το σπίτι. Κρατώντας και διαβάζοντας μια εφημερίδα και φορώντας αυτό το γελοίο καπέλο. Κάθε φορά που περνούσα από εκεί ένιωθα πως με κοιτούσες.”
“Και ούτε μια φορά δε σε πλησίασα. Φοβόμουν. Το μόνο που ήθελα ήταν να σε δω. Έστω και για λίγο. Σε έβλεπα από μακριά να μεγαλώνεις. Ώσπου ένα απόγευμα, σε περίμενα και εσύ δε πέρασες ποτέ ξανά από εκεί. Πήγα από το διαμέρισμα, ήταν άδειο και ένα χαρτί απ'έξω κολλημένο να λέει ενοικιάζεται, χαθήκατε.”
“Γι'αυτό το λόγο σήμερα δε θα έπρεπε να ήσουν εδώ. Ούτε αυτό δε μπορείς να σεβαστείς. Δε σε θέλω στη ζωή μου. Μέχρι στιγμής δες με, μια χαρά τα κατάφερα και χωρίς εσένα. Κάποτε σε είχα ανάγκη και δεν ήσουν εκεί. Τώρα δε σε χρειάζομαι. Λοιπόν σε άκουσα. Καλύτερα να πηγαίνεις τώρα.”
“Δεν έχω που να μείνω.”
“Αυτό δεν με απασχολεί.”
“Σε παρακαλώ. Κοίτα με, πόσο ταλαιπωρημένος είμαι, γέρασα. Δεν έχω πάρα πολλά χρόνια ακόμα. Όσα μου μένουν, θέλω να τα περάσω μαζί σου. Σου ζητάω ταπεινά συγνώμη.”
(Χτυπάει το τηλέφωνο)
“Έλα ο Αντώνης είμαι, είμαστε στο Λα Πλαζ. Η πρόταση ακόμα ισχύει, αν αλλάξεις γνώμη θα μας βρεις με το που μπεις τρίτο τραπέζι δεξιά.”
“Λυπάμαι αλλά, σήμερα δε μπορώ. Έχω επισκέπτη.”