Μαύρο πικρό κρασί
Ο Όσκαρ, τριάντα ετών, ζει στα προάστια του Μοντεβίδεο στην Ουρουγουάη, σε μια μονοκατοικία. Απόγευμα Παρασκευής, μόλις που επέστρεψε από την δουλειά στα χωράφια, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ακόμα τριήμερο μοναξιάς, καθότι μοναχικός χαρακτήρας ο ίδιος. Έκανε μπάνιο, μαγείρεψε για την ημέρα, άνοιξε ένα βιβλίο και έγειρε στη πολυθρόνα του να ροκανίσει τον χρόνο του με την μόνιμη αυτή ρουτίνα μέχρι που αποκοιμήθηκε. Από μακριά πλησίαζε ένας ήχος, μια φωνή, που τριγυρνούσε στη γειτονιά : "μαύρο πικρό κρασί, έχω καταπληκτικό μαύρο πικρό κρασί". Έως που χτύπησε η πόρτα του Όσκαρ. Σηκώνεται, ρωτάει : "Ποιος είναι;", η φωνή : "Έχω καταπληκτικό μαύρο πικρό κρασί", περίεργος ο Όσκαρ ανοίγει για να δει έναν μυστήριο άντρα, με μια αμφίεση περίεργη, το πρόσωπό του δεν φαινόταν από την κουκούλα, μα εξέπεμπε μια δύναμη, μια ευχάριστη ένταση. Ξεκινάει διάλογος :"Μαύρο πικρό κρασί λες και λες ότι είναι ωραίο;" λέει ο Όσκαρ, ο μυστήριος πλανόδιος απαντάει : "Δεν είναι ωραίο, μα καταπληκτικό, είναι ειδικά για σένα, ασήμωσε με όσο νομίζεις και το καλάθι μου δικό σου με όλα τα μπουκάλια".
Έκπληκτος ο Όσκαρ πληρώνει και παίρνει το καλάθι, μα πριν φύγει ο πλανόδιος είχε μια τελευταία κουβέντα : " Ένα ποτήρι σε ξυπνά, ένα μπουκάλι σε ανασταίνει, η κατάχρηση θα σε φθείρει και αν παρατήσεις το κρασί θα έρθω να το πάρω". Δυσνόητος για τον Όσκαρ ο άντρας αυτός, επέλεξε να μην δώσει σημασία, ακούμπησε το καλάθι σε μια άκρη και ακολούθησε την ρουτίνα του. Πέρασε η Παρασκευή και το Σάββατο, φτάνει Κυριακή μεσημέρι, ξαπλώνει για τον μεσημεριανό ύπνο, μα κάποια στιγμή όπως γυρνάει στον ύπνο του αγγίζει το καλάθι με τα κρασιά που το είχε αφήσει παραδίπλα, κυριευμένος από την ιδέα να πιει να δοκιμάσει, πήρε ένα μπουκάλι και ήπιε μια γουλιά, οι μορφασμοί στο πρόσωπό του έδειχναν πως η γεύση ήταν άθλια μα σε 4 δευτερόλεπτα η αίσθηση άλλαξε, οι μορφασμοί το ίδιο, σαν να άλλαξε και η ζωή. Μανιωδώς ξεκινάει να πίνει γουλιές με ρυθμούς αλκοολικούς.
Το κρασί μεταμόρφωσε τον Όσκαρ, πλύθηκε, ντύθηκε, πήρε στη τσάντα του το κρασί και βγήκε να αναζητήσει πράγματα, ανθρώπους και γεγονότα που σίγουρα δεν έβρισκε στο σπίτι του, έγκλειστος στον εαυτό του. Ανοίγοντας τη πόρτα και κοιτώντας έξω είδε υπέροχους ανθρώπους, είδε καταπράσινα πάρκα, είδε το αχανές της ύπαρξης να τον καλεί. Οι περίοικοι παρατήρησαν έναν άνθρωπο που ναι μεν γνώριζαν μα ήταν κάποιος άλλος, τον παρατήρησαν. Ο Όσκαρ βγήκε, περπάτησε, μίλησε με αγνώστους για τον ίδιο μα όλοι τον γνώριζαν, ένα μόνιμο χαμόγελο που υποδείκνυε ζωή ήταν προσκολλημένο στο πρόσωπό του. Δεν είχε σχέδια για το που θα πάει, δεν τον ενδιέφερε, αισθανόταν πως ότι γινόταν στο παρόν ήταν και το σωστό, ήταν ικανοποιητικό και απλά συνέχιζε, παρατηρώντας πράγματα που υπήρχαν πάντα εκεί και αναρωτιόταν γιατί δεν τα έβλεπε νωρίτερα.
Καθ'οδόν έπινε κλεφτά γουλιές από το μαύρο πικρό κρασί, ώσπου τελείωσε. Η ευχάριστη αυτή μέθη διεκόπη από το ξύπνημα για να πάει στη δουλειά το πρωινό της Δευτέρας. Όλως περιέργως, δεν υπήρχαν αναμνήσεις στο μυαλό του για τα γεγονότα, μα η αύρα του ήταν γεμάτη από αυτά. Στη δουλειά εμφανίστηκε ένας Όσκαρ αξιοθαύμαστος, εξέπληξε τον εργοδότη και τους συνεργάτες του με την μη συνηθισμένη αποδοτικότητα του, η παραγωγικότητα του και ο τρόπος λειτουργίας του κέντρισε το ενδιαφέρον του εργοδότη και άρχισε να τον παρατηρεί. Είδε μια σπίθα, μια αλλαγή άνευ προηγουμένου, μια φιλοδοξία να κατακαίει το πνεύμα του. Ο Όσκαρ σχόλασε νωρίτερα, είχε υπερκαλύψει τα απαραίτητα των υποχρεώσεων του, και γύρισε σπίτι υπερπλήρης και με τα εύσημα τα οποία μεταφράζονται σε 15ήμερη άδεια. Σκέφτηκε να ξεκουραστεί για λίγο, πριν αρχίσει να αναζητά ευχάριστες δραστηριότητες. Αποκοιμήθηκε, μα να τη πάλι η ανάγκη για μαύρο πικρό κρασί. Να διστάσει να πιει αποκλείεται, το να αντισταθεί δεν αποτελεί επιλογή. Πίνει έντονα, θα τον παρομοίαζε κανείς με ετοιμοθάνατο που βρήκε το ελιξήριο της ζωής.
Έξω από το σπίτι, περπατώντας εξέπληττε τους περαστικούς, προσέλκυε τα βλέμματα πάνω του χωρίς να το προκαλεί ο ίδιος. Στο δρόμο, επικοινώνησε αποτελεσματικά με ανθρώπους και με το περιβάλλον, με τον εαυτό του κυρίως. Με το κρασί ανά χείρας κέρδιζε πνευματικώς αδιάκοπα από τα πάντα γύρω του,μα άλλο ένα μπουκάλι τέλειωσε. Ενώ οι αναμνήσεις πάλι δεν υπήρχαν, ο Όσκαρ ξύπνησε ως μια πολύ βελτιωμένη έκδοση του εαυτού του, ξεκινώντας ακαριαία τις διαδικασίες να απολαύσει την άδεια του, ετοιμάζοντας ένα ταξίδι στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στο Άμστερνταμ στην Ολλανδία. Ταξίδεψε, επισκέφθηκε μουσεία, ορόσημα, συνομίλησε με ανθρώπους σχετικούς με την κουλτούρα της χώρας, αγόρασε βιβλία, επισκέφθηκε εστιατόρια καφετέριες, ξεφάντωσε σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, όπου και ερωτεύτηκε, ζούσε το όνειρο κάποιου, το όνειρο του παλιού του εαυτού. Επέστρεψε στη πατρίδα του, ανανεωμένος και όχι μόνος πλέον.
Στη τελευταία συζήτηση με το ταίρι του συνέλαβαν μια απίστευτη ιδέα για το επάγγελμά του, την οποία πρότεινε στον εργοδότη του αμέσως κατά την επιστροφή του στη δουλειά. Είναι πλέον συνεργάτης του εργοδότη του, ιθύνων νους πίσω από τις πιλοτικές φάρμες έξω από το Μοντεβίδεο, μετακόμισε και σε σπίτι διόλου ευκαταφρόνητο. Το σημερινό βράδυ ο Όσκαρ ξαπλώνει να κοιμηθεί με μηδενικές έγνοιες στο μυαλό του, με το ταίρι του παρέα και με την επιτυχία στο προσωπικό του υπόβαθρο, στον ύπνο του όμως εμφανίζεται ο μυστηριώδης πλανόδιος να κάθεται δίπλα του, αφήνει στο πάτωμα ένα καλάθι με κατακόκκινο, λαμπυρίζων, ημίγλυκο κρασί αντικαθιστώντας το μαύρο πικρό, βγάζει την κουκούλα από το κεφάλι, έκπληκτος ο Όσκαρ βλέπει το πρόσωπό του στο πρόσωπο του άντρα, ταλαιπωρημένο και στενάχωρο, βλέπει το παλιό του πρόσωπο να ξεστομίζει : "Αλλάξαμε θέσεις πια, δεν θα ξανασυναντηθούμε, ήπιες σοφά το μαύρο το πικρό κρασί". Ο μυστηριώδης πλανόδιος χάθηκε για πάντα.