Ο δαίμονας και ο άγγελος
Η Τζεναβίβ, μητέρα ενός αγοριού τεσσάρων ετών, τον Άνχελ, πασχίζει καθημερινά να ταΐσει τα στόματά τους ζώντας άναρχα στις φαβέλες του Σάο Πάολο της Βραζιλίας, όντας πόρνη η ίδια - εν αγνοία του Άνχελ φυσικά, ο οποίος αντιμετωπίζει τον κόσμο κοιλάρφανος από πατέρα - αποχωρίζεται την φτωχική κατοικία κάθε νύχτα με την πρόφαση ότι εργάζεται σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Ίδια ώρα κάθε νύχτα, 12:30 π.μ επιβεβαιώνεται στο αυτοκίνητο που την περισυλλέγει, η απόγνωση για επιβίωση, αναθέτοντας τον Άνχελ στην γειτονική οικογένεια. Λίγο παραπέρα από το προλεταριάτο του Σάο Πάολο, κυκλοφορεί και ζεί σε μια έπαυλη που φανερώνει απληστία, ο άρχοντας των δρόμων αλλά και του προτεκτοράτου της περιοχής, ο Εσκόρπιο Ντοράντο Σίγκνους, κεφαλή της μαφίας, βασιλιάς στον φαύλο επιχειρηματικό κύκλο της Βραζιλίας, ηγέτης της διακίνησης όπλων και ναρκωτικών στην χώρα, καθώς και από τους πιο γνωστούς των έμπορων πετρελαίου.
Το παρατσούκλι του ψιθυρίζεται στα φτωχά στενά και θα το ακούσει κανείς ως "demônio", που προφανώς σημαίνει δαίμονας στη πορτογαλική. Τα λόγια που κυκλοφορούν λένε πως ο τελευταίος που το ξεστόμισε δημόσια βρέθηκε βάναυσα δολοφονημένος, όπου και οι συγγενείς ακόμα δυσκολεύτηκαν να τον αναγνωρίσουν και φυσικά δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη. Ο Εσκόρπιο, λοιπόν, ετοίμαζε μια τεράστια δεξίωση,η τοποθεσία και οι ημερομηνίες διεξαγωγής της οποίας θα παραλληλίζονταν με το πασίγνωστο καρναβάλι του Ρίο στο Sambόdromo, καθότι επιθυμία και σχέδιο του ήταν να εισχωρήσει τα όπλα και τα ναρκωτικά μέσα στο πλήθος, γεγονός που θα έκανε δύσβατη την οποιαδήποτε εμπλοκή του Νόμου. Οι ειδήσεις φώναζαν και προωθούσαν πως ο Εσκόρπιο, χρηματοδοτεί τα απαραίτητα για το καρναβάλι, τις βραδιές χορού στην παραλία και στα ξενοδοχεία της Ιπανέμα, που ακολουθούν μετά το καρναβάλι, παρουσιάζοντας τον σαν τον καλό ποιμήν της μεγαλύτερης και πιο διάσημης εθνικής δραστηριότητας. Το σχέδιο του περιλάμβανε και την πρόσληψη ιερόδουλων όπου θα χόρευαν στη δεξίωση, θα ικανοποιούσαν σαρκικές ορέξεις των αστυνομικών στην εμβέλεια, εν ολίγοις, θα τις στρατολογούσε για να αποσπάσουν την προσοχή από τα πραγματικά δρώμενα.
Η μέρα έφτασε, έτσι μεταξύ των ιερόδουλων βρέθηκε και η Τζεναβίβ, με την υπόσχεση πως θα αποκομίσει ασύλληπτη για την ίδια, ποσότητα χρημάτων, η οποία οραματίστηκε με τον τρόπο αυτόν την αποκόλληση της από την πορνεία, αλλάζοντας έτσι τροχιά στην ζωή της και τη ζωή του Άνχελ. Παρών και εν γνώση του σχεδίου ήταν και ο 29χρονος γιός του Εσκόρπιο, ο Κάρλος, γνωστός ως implacável, δηλαδή αδίστακτος. Στην προσπάθεια του να αποδείξει στον πατέρα του πως δεν είναι απλά η σκιά του αλλά άξιος συμμετέχων στην λασπωμένη αυτή αυτοκρατορία, απέκτησε αυτό το επίθετο μέσα από αποτρόπαιες πράξεις. Η μοίρα, δυστυχώς, έφερε την Τζεναβίβ στα χέρια του, όπου την απομόνωσε και ήθελε να της επιβληθεί σαρκικά. Προσπάθησε να την βιάσει, η ίδια αντέδρασε μαχόμενη, αυξάνοντας έτσι τις ορέξεις του κατά τρόπο εξαγριωμένο. Την χτύπησε, πολλάκις, την έβρισε, ανταπόδωσε και η ίδια όσο μπορούσε, η ανισότητα όμως της φυσικής κατάστασης των δύο, την οδήγησε σε ακραία ένστικτα επιβίωσης όπου απέσπασε ένα κομμάτι γυαλί και του έκοψε τον λαιμό. Βρήκε τον εαυτό της να φωνάζει. Στο μυαλό της να επικρατεί μια οχλαγωγία σκέψεων πανικού, ήξερε ποιον δολοφόνησε. Μάζεψε τα ψυχολογικά της κομμάτια και έτρεξε να βρεί μέσο να γυρίσει στο Σάο Πάολο να πάρει τον Άνχελ και να εξαφανιστούν. Καθόλου μικρή απόσταση, περίπου 400 χλμ. Για καλή της τύχη βρήκε έναν φίλο, τον Εστεμπάν, που δέχτηκε να την βοηθήσει. Του εξήγησε περιφερειακά το γεγονός και έσπευσαν για Σάο Πάολο με το αυτοκίνητο του. Τα μάτια όμως του Εσκόρπιο βρίσκονταν παντού, το πτώμα του Κάρλος βρέθηκε από τα τσιράκια του και κάποιοι υποστήριζαν για την Τζεναβίβ, ότι τα μάτια της ήταν τα τελευταία που είδαν ζωντανό τον Κάρλος.
Ο Εσκόρπιο δεν δάκρυσε όμως,θύμωσε, έδωσε εντολή σε όλα τα υποχείρια όντα που είχε υπό πληρωμή κατά την έκταση της χώρας, να του παραδώσουν το σώμα της σε τεμάχια κρατώντας την ζωντανή όσο γίνεται κατά τη διαδικασία, αφού πρωτίστως βασανίσουν το παιδί της μπροστά στα μάτια της και όλο αυτό έναντι τεράστιου ποσού επικήρυξης. Ο στρατός του μεγιστάνα ακροβολίστηκε. Μάχη με τον χρόνο πια, το ποιος θα φτάσει πρώτος στο Σάο Πάολο. Η Τζεναβίβ αμίλητη, ο Εστεμπάν ορκίζεται πως θα την γλυτώσει από την κακουχία τούτη, αλλά η ίδια δεν πείθεται, γνωρίζει καλά τη βαρύτητα της κατάστασης. Το επόμενο πρωί καταφτάνουν στο Σάο Πάολο όπου τα βλέμματα όλων φαίνονται ένοχα, κυνηγοί της Τζεναβίβ φαντάζουν όλοι. Πανικόβλητη μπαίνει στο σπίτι των γειτόνων να αρπάξει τον Άνχελ, να φύγουν μακριά. Το σπίτι άδειο. Απότομα φρεναρίσματα αυτοκινήτων ηχούν εκκωφαντικά στα αυτιά της, ο ήχος αυτός της προκάλεσε αιχμηρό πόνο και φόβο, που την έτρεψαν σε φυγή.
Ο Εστεμπάν που την περίμενε, κατέληξε ως το πρώτο θύμα της οργής και του πόνου του Εσκόρπιο, κατακρεουργήθηκε από πλήθος φιλοχρήματων αιμοδιψών στρατιωτών του μεγιστάνα. Η Τζεναβίβ κυνηγήθηκε, σαν θήραμα, δεν κατάφερε να ξεφύγει, οι κυνηγοί την έπιασαν, την βίασαν όλοι, πολλές φορές ο καθένας, της κατεδάφισαν το ηθικό και την βασάνισαν με μεσαιωνικούς τρόπους ώσπου άρχισαν να την τεμαχίζουν ενώ ανέπνεε. Τα κομμάτια της ως προς ενημέρωση έφτασαν στην κατοχή του Εσκόρπιο. Επόμενη εντολή του να εξαφανιστούν τα στοιχεία, και να εντοπιστεί ο Άνχελ, πράγμα εύκολο αφού η οικογένεια που τον φρόντιζε τον είχε πάρει μαζί στις πρωινές της υποχρεώσεις. Επέστρεψαν σε περιβάλλον έντονης αστυνόμευσης, σε περιβάλλον αιματηρό.
Στον χώρο αποφάσισε να εμφανιστεί αυτοπροσώπως ο Εσκόρπιο υπό μεγάλη συνοδεία προστασίας, πάγωσε η ατμόσφαιρα, οι ομιλίες του όχλου έπαψαν, οι αστυνόμοι ακόμα άνοιξαν το δρόμο στο διάβα του δαίμονα. Προχώρησε προς τον Άνχελ, τον πήρε αγκαλιά, ξεστόμισε : αυτός ο άγγελος είναι ο Κάρλος, ο γιός μου. Τον έβαλε στο αυτοκίνητο και έφυγαν.