Θυμάμαι τα μάτια του
Θυμάμαι τα μάτια του, γαλάζια ήτανε. Ναι, τα θυμάμαι καλά. Πως να ξεχάσω άλλωστε πως μοιάζει ο ωκεανός. Μονάχα οι φουρτούνες της ψυχής του με ετρομάζανε. Πελώρια κύματα να ορμάνε καταπάνω μου όταν μου θύμωνε. Και εγώ; Εγώ σαν ένα σαπιοκάραβο πως να αντέξω. Τον αγαπούσα όμως.
Ένα βράδυ λοιπόν, με καταιγίδα, αυτός ο ωκεανός με πρόδωσε. Εγώ που χιλιοταξίδεψα στην απεραντοσύνη του, που αρνήθηκα να ξαποστάσω σε κάποιο λιμάνι για να μπορώ να του κρατάω συντροφιά, εκείνο το βράδυ κιόλας με βούλιαξε στο βυθό του. Ναι τα θυμάμαι τα μάτια του, σίγουρα. Το ίδιο βάθος έχουν με το μέρος που εγώ τώρα βρίσκομαι σε αυτό το βυθό πνιγμένη.