Βασική γνωριμία
Περάσανε τα χρόνια, μου φαίνεσαι γνωστός, κάτι οικείο αισθάνομαι όποτε σε κοιτάζω στον καθρέφτη, οικείο αλλά τρομακτικό. Δεν μπορεί, ξέρω πλήθος ανθρώπων και με ξέρουν και αυτοί, κανένας δεν με ανησυχεί, μονάχα εσύ. Είμαστε μαζί παντού, όλοι σε συναντάνε όπου πάω και σου συμπεριφέρονται με περίσσια άνεση ενώ εγώ είμαι αυτός που σε ξέρει για χρόνια, όλοι κάθονται μαζί σου, όλοι εκτός από μένα. Το πρωί ξυπνάω και βιάζομαι να φύγω ή να μην σε αντιμετωπίσω, πραγματικά δεν ξέρω τι. Κι όμως όταν φεύγω, φεύγεις μαζί μου. Να συναντήσω ανθρώπους, κατάντησε αναγκαίο, υποχρεωτικό αλλά και μη αναστρέψιμο είναι για τα θέλω μου. Τόσος κόσμος και η μοναξιά άλλη τόση, αποπνικτική.
Κανείς δεν με κοιτάει μα νιώθω το αντίθετο, το νιώθω αρνητικά, παρ'όλο που το αντίθετο θαρρώ πως θέλω. Μήπως επειδή είσαι εσύ μαζί μου; Αισθάνομαι πως καλά σε έκρυψα. Γυρνάω σπίτι, το να μείνω μόνος μαζί σου, αβάσταχτο, βαρύ και κόβει την ανάσα. Το πλήθος με απορροφά, τους μοιάζω, όλη μέρα σκέφτομαι πως θα τους μοιάσω, το πετυχαίνω και με ικανοποιεί, μα εσύ δεν θες, γιατί δεν θες; Δεν αντέχω να μείνω άλλο μαζί σου, είσαι ανυπόφορος και δεν μιλάς και πού να πάω αφού μαζί μου θα είσαι πάλι. Θα ντυθώ, Σάββατο σήμερα, επιβάλλεται να βγώ να βάλω τα καλά μου, όλοι έξω θα είναι, εσύ γιατί δεν θες; Να τους απογοητεύσω δεν γίνεται. Είναι δυνατόν να μην θες; Δεν είσαι σαν τους άλλους και με κουράζεις, είσαι αλλοπρόσαλλος. Γιατί θες να ντυθείς αλλιώς; Θες να σε δείχνουν με το δάχτυλο οι άλλοι; Είσαι δυσνόητος. Είσαι σιωπηλός μα ακούω να φωνάζεις.
Κυριακή σήμερα και σκέφτομαι να μη βγώ, επιθυμώ να κάτσω να σε ακούσω. Δευτέρα, λέω να μην συναντήσω κόσμο σήμερα και να σε γνωρίσω, θεώρησέ το ευκαιρία. Τρίτη, ξαφνικά δεν νιώθω μοναξιά, ούτε και σε φοβάμαι. Τετάρτη, πλέον τον καθρέφτη δεν θέλω να τον ξεφορτωθώ αλλά να βάλω και άλλους στο σπίτι. Σιγά σιγά νιώθω πώς σε θαυμάζω, τη πλάτη γύρισα στο πλήθος πια.