Η κραυγή του δασκάλου
Ώρα 03.07 πρό μεσημβρίας, μεσόνυκτο, άγριο, ώρα ύπνου αυτή η ώρα. Επικρατεί παραδείσια ησυχία, δια των μηκών και πλατών της χώρας. Σε έναν, βέβαια, μικρό χώρο, κυριαρχεί δαιμονικά σχεδόν το χάος. "Ρεεεεεεεεεε, εδώ είμαι, βγάλε με έξω, ρεεεεεεεεεε υποφέρω ρεεεεεε". Σείεται απο τις κραυγές ο χώρος τούτος. Ώρα 07.00, ήχοι πτηνών, πουλερικών, ήχοι ξυπνήματος γειτόνων, ξυπνητήρι εδώ, στον χώρο τούτο.
Ο δάσκαλος, ανοίγει τα μάτια του, σηκώνεται δίχως να αντικρύσει τη μνηστή του, κατευθύνεται στα ιδιαίτερα του οικήματος, όπου επανέρχονται οι φωνές."Ρεεε, όχι πάλι εδώ, μου το υποσχέθηκες", ο δάσκαλος κοιτάει τον καθρέφτη μόνο για να έρθει ξανά σε επαφή με το ανδρείκελο που έχει απογίνει, ο πονοκέφαλος του, φαντάζει ευλογία για τον ίδιο. Στα ρούχα του θαρρεις πως έβλεπες τον πόνο του, ωστόσο το πρόσωπο, θύμιζε ψεύτικη μάσκα παρότι σάρκα. Πηγαίνει στο σχολείο, εκτελώντας με αξιοθαύμαστο τρόπο το λειτούργημα του διδάκτωρα και μέντορα. Όχι όμως στα διαλείμματα. Εκεί γυρνούσε στη κόλαση του, στο χάος του. "Επέλεξε ρε δειλέ, κότα, φλώρε, αδερφή, επέλεξε, ΣΤΑ ΔΙΝΩ ΟΛΑ, πιστόλι, μαχαίρι, σχοινί, και δεν θα σε ξανακλείσω εδω μέσα".
Γυρνάει στο σπίτι, κενό μυαλό και η ψυχή άδεια. Το φαί ασήμαντα νόστιμο. Η μνηστή ασήμαντα θερμή. Η ώρα ασήμαντη, ασήμαντη και η ζωή. "Ρεεεεεεεε βγάλε με απ εδώ μέσα, κάποιε βγάλε με από εδώ μέσα, Θεέ λυτρωσέ με, η εσύ Διάβολε, σου δίνω τη ψυχή μου λυτρωσέ με απο τον χώρο τούτο, δεν μ ακούει κανείς γαμώτο;;; ". Ο δάσκαλος εκείνο το μοιραίο απόγευμα άλλαξε. Οι κραυγές σώπασαν, το ρολόι έπαψε να λειτουργεί πια, το δάκρυ και το αίμα έπνιγαν τη χώρα. Όσο για τον χώρο τούτο, απέμεινε έρημος, κενός, με μόνον μια σφαίρα μέσα.