top of page

Αιματοβαμμένη Ειρήνη


Άκουσε φωνές , άκουσε τσιρίδες και κλαγγές. Φοβήθηκε, έτρεξε και μπήκε μέσα στο στάβλο. Πάγωσε, το βήμα του έγινε αργό , το πρόσωπο του χλόμιασε , έμοιαζε σαν να μην μπορούσε να πάρει ανάσα . Τα χέρια του έτρεμαν, και τα πόδια του απορούσε πως τον κρατούσαν όρθιο ακόμα. «Ηγησία τι έκανες; Ποια τρέλα κυρίευσε το νου σου ;» ρώτησε με την τρεμάμενη φωνή του. Μπροστά του έβλεπε δύο πτώματα που τα είχε αγκαλιάσει ένα λουτρό αίματος , ενώ πιο διπλά μια γυναίκα σε μια γωνιά, κουλουριασμένη έκλαιγε με λυγμούς. Ο χιτώνας της είχε μετατραπεί σε κουρέλι. Παρατηρούσε τα πρόσωπα των νεκρών , ο ένας είχε μαύρα μούσια που είχαν γίνει πορφυρά από το αίμα καθώς στα πεθαμένα μάτια του βασίλευε η φρίκη. Ο άλλος φορούσε την περικεφαλαία του και η ταυτότητα του κρυβόταν, αλλά στο στήθος του υπήρχε ακόμα σφηνωμένο βαθιά ένα αιχμηρό δόρυ. « Ηγησία , έχεις κατανοήσει τι έκανες και σε τι μπελάδες μας έβαλες; MΑ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΑΠΑΝΤΑ ΜΟΥ!» Ούρλιαξε ο άνδρας . Τα άλογα χλιμίντριζαν , ήταν ανήσυχα σαν να μύριζαν το αίμα των νέκρων. Η φοβισμένη γυναίκα είχε κρύψει το δακρύβρεχτο πρόσωπο της μέσα στις υγρές παλάμες της .

Ο Ηγησίας δεν απαντούσε , είχε μείνει παγωμένος σαν άγαλμα , τα μακριά ξανθά μαλλιά του έπεφταν στους ώμους τους , το χέρι του ήταν ακόμα οπλισμένο με το ξίφος που από την άκρη του γλιστρούσαν σταγόνες αίματος στο έδαφος . Στα μάτια του υπήρχαν δάκρυα , κοίταξε τον φίλο του που του φώναζε σαν τρελός , κοίταξε τα χέρια του , μόρφασε, κραύγασε, πέταξε το σπαθί από τα χέρια του μακριά σαν να ήταν μολυσμένο , έπεσε πάνω στους νεκρούς άνδρες και άρχισε να κλαίει γοερά.

« Γιατί το έκανες Ηγησία;»

« Δεν μπορούσα να αφήσω αυτούς τους αχρείους να βιάσουν αυτή την αβοήθητη γυναίκα , αν δεν ήμουν εγώ , ένας θεός ξέρει τι θα τις είχαν κάνει αυτά τα βδελύγματα». Απάντησε κοιτώντας τη δύσμοιρη κοπέλα με τα κορακίσια σγουρά μαλλιά . Οι βόστρυχοι έπεφταν στο θλιμμένο βλέμμα της κρύβοντας τα ορμητικά δάκρυα της , ενώ τα μπράτσα της ήταν μαύρα από τις μελανιές που τις είχαν προκαλέσει αυτοί οι άνδρες κατά τη διάρκεια της πάλης.

« Δεν βρίσκεσαι στην πόλη σου Ηγησία , αλλιώς φέρονται οι άνθρωποι εδώ , και με όλο αυτό που έκανες φέρνεις στην Ανθόρια κίνδυνο μεγάλο , θέλεις να έχουμε σύννεφα πολέμου; Πως θα το ξεπλύνεις τώρα αυτό το φονικό ; Πως θα σώσεις τα τομάρια μας ανόητε; ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΜΙΑΣ ΣΚΛΑΒΑΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΣΟΥ ;». Ούρλιαξε ο άνδρας .

« Μεγακλή , ορκίστηκες στους θεούς των ουρανών , όταν κράτησες δόρυ και ασπίδα για πρώτη φορά, πως θα προστατεύεις τον αδύναμο. Αυτό έκανα , δεν πόθησα το θάνατο και το φρικτό φόνο , πόθησα να σώσω αυτό το δύσμοιρο κορίτσι».

« Σκότωσες δύο όμοιους Ηγησία! Η Σπάρτη θα κηρύξει πόλεμο , οι φάλαγγες τους θα βρεθούν στο όμορφο νησί μας , τι θα πεις τότε; Ότι υπερασπίστηκες μια αδύναμη σκλάβα και έχυσες αίμα Λακεδαιμονίων ; Ήδη οι Έλληνες δεν μας συμπαθούν γιατί πιστεύουμε σε άλλους θεούς και εσύ τώρα ρίχνεις λάδι στη φωτιά. Ήρθαμε εδώ για να φέρουμε προτάσεις ειρήνης και φιλίας, και εσύ σκότωσες δύο Σπαρτιάτες ανόητε!». Κραύγασε ο Μεγακλής και τα πράσινα μάτια του έλαμπαν από οργή.

« Θα φύγουμε τώρα , ετούτη τη στιγμή και θα πάρουμε μαζί μας το κορίτσι , δεν θα μας δουν ποτέ , θα χαθούμε με το πλοίο στη βαθιά νυχτοθάλασσα» απάντησε ο Ηγησίας με τη βραχνή φωνή του κοιτάζοντας τα ακίνητα πτώματα.

« Αν κάνουμε αυτό που λες , θα καταλάβουν ότι εμείς το κάναμε. Εντελώς τυχαία δύο νεκροί βρέθηκαν σε έναν στάβλο, ενώ λείπει μια είλωτας και εμείς μαζί της δίχως να ενημερώσουμε τις αρχές για την άτακτη φυγή μας. Αυτό θα τα κάνει χειρότερα».

« Και τι θα κάνουμε, θα παραμείνουμε εδώ και θα κάνουμε τους ανήξερους;»

« Είναι μια λύση αυτό , δεν πρέπει κανείς να καταλάβει ότι προκλήθηκε αυτό το ατύχημα από εμάς . Οι Σπαρτιάτες φέρονται απάνθρωπα στους είλωτες, δεν είχες κανένα δικαίωμα να υπερασπιστείς αυτή τη γυναίκα Ηγησία. Περίμενα ότι θα είσαι πιο σοφός , τώρα δεν είναι μονάχα η ανάγκη να σώσουμε τις άμοιρες ζωές μας, αλλά και να αποφύγουμε τον πόλεμο με την Σπάρτη. Έχω οικογένεια πίσω στην Ανθόρια , δεν μπορώ να φανταστώ ένα πόλεμο με δαύτους τους φονιάδες. Ξέρεις ότι οι Σπαρτιάτες κατέχουν μεγάλη δεξιοσύνη με τα όπλα και πως δεν υπάρχει πιο επικίνδυνος εχθρός;». Τον ρώτησε ρητορικά ο Μεγακλής κάνοντας γοργά βήματα πάνω κάτω τρίβοντας το κεφάλι του ανήσυχα.

« Ποτέ δεν φοβηθήκαμε το δωρικό δόρυ, μην ξεχνάς Μεγακλή ποιοι είμαστε».

« Αυτός δεν είναι λόγος για να φέρουμε τον πόλεμο στην πόρτας μας». Φώναξε ο Μεγακλής.

«Καταλαβαίνω τον τρόπο που σκέφτεσαι και τις ανησυχίες που έχεις. Έχεις δίκιο σε όλα , πάντα είχες, πάντοτε η σύνεση συντρόφευε το λόγο σου. Αλλά κατάλαβε και εσύ εμένα , κάθε άνδρας Ανθοριανός που ζει σύμφωνα με τον κώδικα του θεού το ίδιο θα έκανε. Δεν το σκέφτηκα ποτέ Μεγακλή, αυθόρμητα έδρασα. Παλέψαμε, εγώ εναντίων τους αλλά η ανάγκη να υπερασπισθώ αυτό το κορίτσι με έκανε θεριό ανεξέλεγκτο . Κατάλαβέ με Μεγακλή , είμαστε φίλοι από τότε που μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου , ξέρεις τι άνθρωπος είμαι και πως τέτοια πράξη τη θεωρώ ειδεχθή και πως σιχαίνομαι τους σκοτωμούς, αλλά τώρα έπραξα με αυτό τον τρόπο». Ο Μεγακλής δεν μίλησε , έτριψε το πιγούνι του και έκανε δύο βήματα , πλησίασε την κοπέλα που έκλαιγε με λυγμούς . « Πως σε λένε;» ρώτησε κοφτά , χωρίς να βλεφαρίσει.

« Ευρυβία» αποκρίθηκε εκείνη με την τρεμάμενη φωνή της.

« Τους γνώριζες αυτούς εδώ;» είπε και έδειξε τα πτώματα με το χέρι του.

« Όχι δεν τους ήξερα» απάντησε και συνέχισε το κλάμα . Φανέρωσε το πρόσωπο της είχε αίματα στα χείλη, και μια μελανιά στο δεξί της μάτι.

« Σε χτύπησαν πολύ;»

« Με ράπισαν γιατί αντιστάθηκα , δεν ξέρω γιατί έπραξαν με αυτό τον ποταπό τρόπο, σαν να ήθελαν να εκδικηθούν τον άνδρα μου» απάντησε η γυναίκα . Ο Μεγακλής δεν μίλησε , σάστισε. Προσπαθούσε να βρει μια λύση για τη μεγάλη συμφορά που τους βρήκε . Κοιτούσε τον χλωμό Ηγησία που προσπαθούσε να δικαιολογήσει την πράξη του, και τον παρακαλούσε να πάρουν το καράβι και να το σκάσουν, παίρνοντας και την κοπέλα μαζί τους . Έμεινε να τον κοιτάει , χιλιάδες φρικτές σκέψεις μαστίγωναν αλύπητα το νου του. Χρειαζόταν μια λύση , μια άμεση πρακτική και οριστική λύση. Πλησίασε τον παιδικό του φίλο , πόσες περιπέτειες είχαν ζήσει μαζί αναρωτήθηκε για λίγο, καθώς κοιτούσε τα μεγάλα διαπεραστικά γαλάζια μάτια του.

« Βαθιά τον λόγχισες τον νεκρό» του είπε καθώς έβγαζε το δόρυ από το στήθος του Σπαρτιάτη . « Πόση ορμή σε διακατείχε φίλε μου;» είπε με την φωνή του να είναι ψυχρή σαν πάγος. « Πάντοτε οι παιδαγωγοί και οι φιλόσοφοι στην πατρίδα, μας ορμήνευαν να κοιτάμε το γενικό καλό, να μην δρούμε ατομικά αλλά σαν κομμάτια ενός συνόλου» συνέχισε καθώς σκούπιζε το αίμα από την αιχμή του δόρατος . Ο Ηγησίας τον κοιτούσε απορημένος. « Το γενικό καλό είναι η πατρίδα μας , εκεί που υπάρχουν οι οικογένειες μας και οι φίλοι , αλλά και εσύ, ο καλός και αγαπημένος φίλος μου, βρίσκεσαι μπροστά μου». Ψιθύρισε ο Μεγακλής κοιτώντας προσηλωμένα την αιχμή.

« Πες μου Ευρυβία; Πιστεύεις στους θεούς;». Ρώτησε τη γυναίκα , αποφεύγοντας να την κοιτάξει.

« Ναι με όλη μου την καρδιά». Απάντησε η γυναίκα με σθένος και κλάμα στη φωνή.

« Ωραία, γιατί τώρα θα δεις τις πύλες του Άδη». Ανταπάντησε ο Μεγακλής και εκσφενδόνισε το δόρυ του στην Ευρυβία , πετυχαίνοντας την στο στέρνο και σκοτώνοντας την ακαριαία.

« Μεγακλή τι καν….» πήγε να πει ο πανικοβλημένος Ηγησίας αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση του , ο Μεγακλής, ο έμπιστος φίλος του, έβγαλε το ξίφος του αστραπιαία και του πήρε το κεφάλι. Κάθισε μονάχος στο χάος. Κοίταξε για λίγο το κεφάλι του φίλου του που ήταν χωρισμένο από το υπόλοιπο σώμα. Τώρα στον στάβλο υπήρχαν μόνο νεκροί. Τώρα υπήρχε μόνο σιωπή , όχι κλάματα, όχι λόγια , μονάχα σιωπή. Τα άλογα σώπασαν και αυτά , το σκοτάδι είχε κυριεύσει τον τόπο, ο Μεγακλής σκότωσε ότι αγνό και ανθρώπινο υπήρχε μέσα του. Πήρε το ξίφος και το κάρφωσε στο πόδι του με δύναμη , αμέσως αίμα ανάβλυσε από την πληγή και έμεινε εκεί φωνάζοντας βοήθεια όσο πιο δυνατά μπορούσε.

Ένα μήνα μετά , επέστρεψε στην Ανθόρια σαν ήρωας , και με μια επιστολή από την Σπάρτη που τον εξυμνούσε για το ποσό ηρωικά πολέμησε σε εκείνον τον στάβλο, εναντίων μιας επαναστατικής ομάδας ειλώτων που δολοφόνησε δύο Σπαρτιάτες , μια γυναίκα και τον Ηγησία τον Ανθοριανό απεσταλμένο . Η Σπάρτη και η Ανθόρια θα εξακολουθούσαν να έχουν ειρήνη. Ενώ οι κακότυχοι είλωτες βίωσαν την σκληρή εκδικητική μανία των Σπαρτιατών για την “υποθετική” τους άτιμη επίθεση.

Προτεινόμενα
Πρόσφατα
Ετικέτες
Noch keine Tags.
bottom of page